καθιερωμένον — καθῑερωμένον , καθιερόω dedicate perf part mp masc acc sg καθῑερωμένον , καθιερόω dedicate perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαθιερωμένον — προκαθῑερωμένον , πρό καθιερόω dedicate perf part mp masc acc sg προκαθῑερωμένον , πρό καθιερόω dedicate perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιερωμένον — ἀ̱νιερωμένον , ἀνιερόω dedicate perf part mp masc acc sg (doric aeolic) ἀ̱νιερωμένον , ἀνιερόω dedicate perf part mp neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀνῑερωμένον , ἀνιερόω dedicate perf part mp masc acc sg ἀνῑερωμένον , ἀνιερόω dedicate perf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιερωμένον — ἀ̱φιερωμένον , ἀφιερόω hallow perf part mp masc acc sg (doric aeolic) ἀ̱φιερωμένον , ἀφιερόω hallow perf part mp neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀφῑερωμένον , ἀφιερόω hallow perf part mp masc acc sg ἀφῑερωμένον , ἀφιερόω hallow perf part mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερωμένον — ἱ̱ερωμένον , ἱερόω consecrate perf part mp masc acc sg ἱ̱ερωμένον , ἱερόω consecrate perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επελαύνω — (AM ἐπελαύνω) [ελαύνω] 1. επιτίθεμαι έφιππος 2. επιτίθεμαι ορμητικά αρχ. μσν. διέρχομαι, διασχίζω αρχ. 1. οδηγώ κάπου («τὰς ἁμάξας ἐπελαύνουσι», Ηρόδ.) 2. τοποθετώ πάνω σε μια επιφάνεια μέταλλο σφυρηλατημένο σε πλάκες («ἐπὶ δ ὄγδοον ἤλασε χαλκόν» … Dictionary of Greek
κλεινός — ή, ό(ν) (AM κλεινός, ή, όν, Α ιων. τ. κλεεινός, αιολ. τ. κλεενός) ένδοξος, περίφημος, επιφανής, διάσημος, ονομαστός (α. «κλεινά Σαλαμίς», Σοφ. β. «ἡ Διὸς κλεινὴ δάμαρ», Αισχύλ. γ. «ὦ κλεινοτάτην αἰθέριον οἰκίσας πόλιν», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «το… … Dictionary of Greek